Απαιτείται να χρησιμοποιήσουμε εφαρμογή ανίχνευσης για να είμαστε ασφαλείς κατά την επανεκκίνηση της οικονομίας; Ναι, λέει η Ptolemus Consulting Group, εταιρεία συμβούλων στρατηγικής και έρευνας αγοράς που εστιάζεται αποκλειστικά στην επαυξημένη κινητικότητα και την αυτοματισμό και ο επικεφαλής της εξηγεί στο Fleet Europe τι ακριβώς σχεδιάζεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υφίστανται τεράστια πίεση για να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να ξαναρχίσουν τις δραστηριότητές τους. Η έξοδος από το κλείσιμο, που αποκαλείται και οικονομία των 1,5 ή 2 μέτρων, περιλαμβάνει μάσκες και κοινωνική αποστασιοποίηση.

“Για να αποφύγουμε όμως ένα δεύτερο κύμα COVID-19, καθώς θα επιστρέφουμε στην καθημερινότητα όπως περίπου την ξέραμε, χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο. Εκεί υπεισέρχεται η πολυσυζητημένη εφαρμογή ανίχνευσης”, εξηγεί ο Frédéric Bruneteau, Διευθύνων Σύμβουλος της Ptolemus Consulting Group.

Ο κόσμος έχει αντιμετωπίσει πανδημίες στο παρελθόν. Αλλά όχι κάτι σαν τον κορωνοϊό. Το πρόβλημα με τον COVID-19 είναι ότι μεταδίδεται ακόμα και πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα. “Για να περιορίσουμε την εξάπλωσή του χρειαζόμαστε μια λύση που να προειδοtoποιεί τους ανθρώπους πως μπορεί να ήλθαν σε επαφή με κάποιον που ήταν θετικός. Υπάρχει μια συσκευή που μας επιτρέπει να παρακολουθούμε τις κινήσεις μας και τις επαφές μας με άλλα άτομα και να μας ειδοποιεί εάν κινδυνεύουμε να μολυνθούμε μέσω μιας από αυτές τις επαφές: το smartphone μας”, επισημαίνει ο Frédéric Bruneteau.

Αλλά χρειαζόμαστε και μια εφαρμογή γι΄αυτό. Ακολουθώντας τα βήματα της Κίνας, της Σιγκαπούρης και της Νότιας Κορέας, η Ευρώπη επιθυμεί την ανάπτυξη μιας τέτοιας εφαρμογής το συντομότερο δυνατόν, που να εμπιστεύονται οι Ευρωπαίοι πολίτες, οι οποίοι είναι πιο αυστηροί με την ιδιωτικότητά τους και λιγότερο προσανατολισμένοι στο ευρύτερο καλό από τους Κινέζους. “Γι ‘αυτό στην Ευρώπη την πρωτοβουλία διαχειρίζεται η PEPP-PT, που αντιπροσωπεύει την Πανευρωπαϊκή Προστασία Προσωπικών Δεδομένων Ανίχνευσης Επαφών” αναφέρει.

“Η συναίνεση των καταναλωτών και η προστασία της ιδιωτικότητας των πολιτών βρίσκονται στο επίκεντρο της προσέγγισης του οργανισμού, που στοχεύει στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πλαισίου ώστε να πραγματοποιούνται διασυνοριακές μετακινήσεις με σχετική ασφάλεια. Οι οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών μελών αλληλοεξαρτώνται, καθιστώντας τα ταξίδια απολύτως απαραίτητα”.

Πώς λειτουργεί η εφαρμογή ανίχνευσης

Κάθε σύγχρονο smartphone διαθέτει τεχνολογία Bluetooth για σύνδεση και επικοινωνία με άλλες συσκευές. Το Bluetooth μπορεί επίσης να εντοπίσει ποιες από αυτές τις συσκευές βρίσκονται σε μικρή απόσταση – ας πούμε, σε απόσταση 1,5 μέτρου. Σε αυτήν την περίπτωση τα δύο smartphone ανταλλάσσουν έναν ανώνυμο ψηφιακό κωδικό. Εάν ένα άτομο αποδειχθεί θετικό στον COVID-19 τις επόμενες ημέρες, ο θεράπων ιατρός το καταχωρεί σε έναν ασφαλή διακομιστή.

Το ιστορικό επαφών στο smartphone του μολυσμένου ατόμου χρησιμοποιείται για την προώθηση μιας προειδοποίησης σε όλα τα smartphone που ήλθαν σε στενή επαφή τις τελευταίες δύο εβδομάδες, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτεται η ταυτότητα του ατόμου ή ο χρόνος και ο τόπος της πιθανής μετάδοσης. “Την συνέχεια – κλήση του ατόμου που κινδυνεύει, υποβολή σε τεστ και ούτω καθεξής – θα διαχειρίζεται η υγειονομική αρχή του κράτους μέλους”.

Ο τύπος του Bluetooth που χρησιμοποιείται είναι “Χαμηλής Ενέργειας” – εμποδίζει την ταχεία αποφόρτιση της μπαταρίας του smartphone όταν η εφαρμογή βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία. Η τεχνολογία αυτή επιλέγεται και από την Apple και τη Google, που ενώνουν τις δυνάμεις τους για να την διαθέσουν το συντομότερο δυνατόν.

Βασικοί παράγοντες επιτυχίας

“Για να καταστεί χρήσιμη η εφαρμογή, πρέπει να χρησιμοποιείται επαρκώς”, λέει ο Frédéric Bruneteau. Σε αντίθεση με τις κινεζικές αρχές, η ΕΕ δεν μπορεί να επιβάλει την εγκατάσταση και χρήση μιας τέτοιας εφαρμογής – η επιτυχία της είναι συνεπώς απόρροια της πρόθεσης των ευρωπαίων πολιτών να συμβάλουν στο σύστημα.

Οι απόψεις ποικίλλουν ως προς το αναγκαίο ποσοστό για αποτελεσματική χρήση της εφαρμογής. Μερικοί λένε πως το 40%, όπως συμβαίνει στην Ισλανδία, είναι ανεπαρκές και πως το 80% είναι το ελάχιστο απαιτούμενο. ‘Όλα εξαρτώνται από το τι θέλουμε να επιτύχουμε”, σχολιάζει ο Frédéric Bruneteau. “Ένα ποσοστό 80% αντιστοιχεί σε ποσοστό αποτελεσματικής χρήσης 60% της εφαρμογής, που πιθανώς είναι αρκετό για την εξάλειψη του COVID-19 μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, εάν δεν επιτευχθούν τέτοια ποσοστά, αυτό δεν σημαίνει πως το σύστημα είναι άχρηστο. Μπορεί και πάλι να διασώσει αμέτρητες ζωές. Σε κάθε περίπτωση, όσο περισσότερα άτομα χρησιμοποιούν την εφαρμογή, τόσο περισσότερες ζωές θα διασωθούν και τόσο ταχύτερα θα ανακάμψει η οικονομία”.

Βεβαίως, θα πρέπει να γίνουν επαρκή τεστ. “Η εφαρμογή βοηθά στην καλύτερη διεξαγωγή αυτών των τεστ. Αντί να γίνονται τεστ σε τυχαία άτομα, η εφαρμογή ανίχνευσης επιτρέπει στις αρχές να περιορίσουν τα τεστ σε άτομα που έχουν «επιλεγεί» βάσει των επαφών τους και με συγκεκριμένα κριτήρια. Οι επιλογές μπορούν να γίνουν αναλόγως ρυθμίσεων – απόσταση επαφής από 1 έως 3 μέτρα, χρόνος επαφής 10 δευτερόλεπτα έως 15 λεπτά και ούτω καθεξής”.

Παρόλο που τεχνικά, η εφαρμογή θα μπορούσε να ξεκινήσει σε λίγες εβδομάδες, πρέπει να ληφθούν πολλές αποφάσεις από ειδικούς και κυβερνήσεις. Η ευρεία χρήση της θα είναι το κλειδί για την αποφυγή ενός δεύτερου κύματος μολύνσεων και μιας δεύτερης περιόδου αποκλεισμού – κάτι που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος.

Προηγούμενο άρθροΦορολόγηση οχημάτων: 440,4 δισ. ευρώ στην ΕΕ-14
Επόμενο άρθροΝέο Opel Vivaro-e: Διανομή με μηδενικές εκπομπές ρύπων