Η VW μειώνει τις προβλέψεις για φετινά κέρδη της, καθώς σύμφωνα με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της, Oliver Blume, τα κόστη στη Γερμανία είναι πολύ υψηλά, η ανάπτυξη των EV επιβραδύνεται και ο Κινέζικος ανταγωνισμός εισχωρεί στην Ευρώπη.
Η Volkswagen (VW) έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις κέρδους της για το 2024 για δεύτερη φορά φέτος, επικαλούμενη τη μειωμένη ζήτηση για επιβατικά αυτοκίνητα, γεγονός που ασκεί επιπλέον πίεση στη βιομηχανία αυτοκινήτων της Γερμανίας.
Η εταιρεία αναμένει πλέον λειτουργικό περιθώριο 5,6%, μειωμένο από προηγούμενη εκτίμηση 7%. Αυτή η προσαρμογή έρχεται εν μέσω προκλήσεων που αντιμετωπίζουν όλοι οι κύριοι Γερμανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων των Mercedes-Benz και BMW, λόγω χαμηλών πωλήσεων στην Κίνα που σχετίζονται με μια κρίση στην αγορά ακινήτων και δυναμικούς ανταγωνιστές στην αγορά ηλεκτρικών οχημάτων (EV), που με τη σειρά τους οδηγούν σε μειώσεις τιμών (εκπτώσεις) και μειωμένα περιθώρια κέρδους.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος, Oliver Blume, επισημαίνει τα υψηλά κόστη παραγωγής στη Γερμανία και την επίδραση των Κινέζων ανταγωνιστών, και κυρίως της BYD, στην ευρωπαϊκή αγορά. Η VW εξετάζει το ενδεχόμενο κλεισίματος εργοστασίων στη Γερμανία για πρώτη φορά και έχει εγκαταλείψει τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις για την ασφάλεια θέσεων εργασίας, προκειμένου να είναι σε θέση να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, υποδεικνύοντας σημαντική υπεραυξημένη χωρητικότητα σε δύο εργοστάσιά της.
Κύκλοι της Volkswagen επισημαίνουν ότι οι πωλήσεις τόσο των επιβατικών όσο και των επαγγελματικών μοντέλων της βρίσκονται κάτω από τις προσδοκίες, κάτι που μακροπρόθεσμα αυτό αποτελεί απειλή για τις πωλήσεις συνολικά του Volkswagen Group που περιλαμβάνει επίσης τη Skoda και τη Seat, καθώς προκαλεί «επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος».
Σε παγκόσμια κλίμακα, οι παραδόσεις οχημάτων της εταιρείας προβλέπεται να μειωθούν σε περίπου 9 εκατομμύρια μονάδες φέτος, από 9,24 εκατομμύρια το 2023 – αντίθετα με την πρόβλεψη αύξησης κατά 3 %.
Οι καθαρές ταμειακές ροές στον τομέα αυτοκινήτων της VW αναμένεται να είναι μειωμένες στα περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα αρχικά 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι πωλήσεις προβλέπεται να μειωθούν κατά 0,7% στα 320 δισεκατομμύρια ευρώ, σε αντίθεση με τις αρχικές προσδοκίες αύξησης κατά 5%.