Η επανεκλογή του Donald Trump συμπίπτει με την προσπάθεια της αυτοκινητοβιομηχανίας να διαφοροποιήσει τις πηγές ημιαγωγών, ώστε να προστατευτεί από τις εντάσεις μεταξύ Ταϊβάν και Κίνας.
Ο Trump, επικριτής του Νόμου CHIPS του 2022, προτείνει την επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές μικροτσίπ, ως εναλλακτική στις κρατικές επιδοτήσεις. O νόμος αν και παρέχει κίνητρα στους κατασκευαστές ημιαγωγών να κατασκευάσουν εργοστάσια στις Η.Π.Α., κι είχε ενισχύσει επενδύσεις στις ΗΠΑ στο παρελθόν, όπως το εργοστάσιο της TSMC στην Αριζόνα, υποστηρίζεται τώρα από την πλευρά του Trump ότι ωφελεί μεγάλες εταιρείες, χωρίς να εξασφαλίζει την απαραίτητη αυτάρκεια.
Οι εντάσεις στην Ασία επιδεινώνουν την αβεβαιότητα. Το 44% των τσιπ, που χρησιμοποιούνται στην αυτοκινητοβιομηχανία για την επεξεργασία δεδομένων και την εκτέλεση λογισμικού, προέρχονται από την Ταϊβάν. Η έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Εμπορίου των ΗΠΑ υποδεικνύει ότι πιθανή διακοπή παραγωγής στην Ταϊβάν, θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος κατά 59%, καθώς η δυνατότητα εγχώριας παραγωγής θα κάλυπτε μόλις το 5% της ζήτησης.
Η Κίνα αποτελεί επίσης αναδυόμενο ηγέτη στους ημιαγωγούς, αυξάνοντας τη δυναμικότητά της από 12% το 2015 σε 24% το 2022. Οι εντάσεις Κίνας-Ταϊβάν και οι πιθανές κυρώσεις από τις ΗΠΑ όμως, δημιουργούν επιπλέον κινδύνους.
Ο νόμος CHIPS, που θεσπίστηκε εν μέσω της κρίσης έλλειψης τσιπ, αναδεικνύει τα τρωτά σημεία της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Ο Trump έχει προτείνει την επιβολή δασμών έως και 200% σε κινεζικές εισαγωγές, σε έναν ενδεχόμενο αποκλεισμό της Ταϊβάν. Ωστόσο, η αργή ανάπτυξη εγχώριων εργοστασίων στις ΗΠΑ περιορίζει τη δυνατότητα άμεσης αντικατάστασης εισαγωγών, καθιστώντας την αυτοκινητοβιομηχανία ευάλωτη σε κρίσεις και εξωγενείς παράγοντες.