Οι πρέσβεις των κρατών μελών, που συνεδρίασαν στην Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφώνησαν σε διαπραγματευτική εντολή σχετικά με την πρόταση τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 για την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων, όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατικά και επαγγελματικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων.
Σκοπός του προτεινόμενου κανονισμού είναι να παράσχει σταθερή νομική βάση για την εφαρμογή συντελεστών συμμόρφωσης ανά ρύπο κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ελαφρών επιβατικών και επαγγελματικών οχημάτων προς τα όρια εκπομπών καυσαερίων της ΕΕ.
Το συμφωνηθέν κείμενο καθορίζει τους συντελεστές συμμόρφωσης που θα χρησιμοποιούνται κατά τη μέτρηση των εκπομπών σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης (RDE) ελαφρών επιβατικών και επαγγελματικών οχημάτων στα ίδια επίπεδα με την πρόταση της Επιτροπής. Ακόμα, ζητεί από την Επιτροπή να επανεξετάζει τις τεχνικές εξελίξεις σχετικά με την ακρίβεια των φορητών συστημάτων μέτρησης εκπομπών (PEMS) ανά διετία, και, κατά περίπτωση, να υποβάλλει νέα νομοθετική πρόταση με σκοπό την αναθεώρηση προς τα κάτω των συντελεστών συμμόρφωσης.
Μετά τη σημερινή συμφωνία και αφού συμφωνήσει τη θέση του και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι δύο συννομοθέτες θα αρχίσουν διαπραγματεύσεις με σκοπό την ταχεία έγκριση του προτεινόμενου κανονισμού σε πρώτη ανάγνωση.
Τα όρια εκπομπών καυσαερίων ανά ρύπο αποτελούν μέρος του νομικού πλαισίου της ΕΕ για την έγκριση τύπου των οχημάτων. Με την πάροδο του χρόνου, οδήγησαν σε σημαντικές μειώσεις των εκπομπών σωματιδίων καυσαερίων τόσο ως προς τη μάζα όσο και ως προς τον αριθμό, καθώς και σε μείωση των ρυπογόνων στοιχείων, όπως των υδρογονανθράκων και του μονοξειδίου του άνθρακα. Ωστόσο, οι εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx) από τους κινητήρες ντίζελ, ιδίως τους εγκατεστημένους σε ελαφρά επιβατηγά και επαγγελματικά οχήματα, δεν μειώθηκαν όσο αναμενόταν με την εισαγωγή ευρωπαϊκών προτύπων για τις εκπομπές, το 1991.
Ένας από τους λόγους για την ανεπαρκή αυτή μείωση των εκπομπών είναι το γεγονός ότι οι εκπομπές σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης τείνουν να είναι σημαντικά υψηλότερες από αυτές που μετρούνται κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δοκιμών έγκρισης τύπου. Δεδομένης αυτής της απόκλισης μεταξύ των εκπομπών που μετρούνται σε εργαστήρια και εκείνων που μετρούνται σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης, η Επιτροπή εισήγαγε το 2016 μια νέα μέθοδο μέτρησης – τη διαδικασία δοκιμής εκπομπών σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης (RDE).
Για να ληφθούν υπόψη οι στατιστικές και τεχνικές αβεβαιότητες των μετρήσεων που πραγματοποιούνται μέσω φορητών συστημάτων μέτρησης εκπομπών (PEMS), η Επιτροπή εισήγαγε τους λεγόμενους “συντελεστές συμμόρφωσης”. Στις 13 Δεκεμβρίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ ακύρωσε εν μέρει τον σχετικό κανονισμό της Επιτροπής, κρίνοντας ότι μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν ως συννομοθέτες να θεσπίσουν νόμιμα παράγοντες συμμόρφωσης. Το Γενικό Δικαστήριο, ωστόσο, διέταξε να διατηρηθούν τα αποτελέσματα των ακυρωθέντων τμημάτων του κανονισμού της Επιτροπής, έως ότου οι δύο συννομοθέτες εκδώσουν νέα νομοθεσία για την αντικατάστασή τους.
Κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης από την Επιτροπή, τη Γερμανία και την Ουγγαρία. Εάν απορριφθούν αυτές οι αιτήσεις αναίρεσης, οι δύο συννομοθέτες θα πρέπει να θέσουν σε ισχύ τον προτεινόμενο κανονισμό εντός 12 μηνών από την ημερομηνία της απόρριψης.