Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Renault, Luca de Meo — αρχιτέκτονας της αλλαγής στρατηγικής που μετέτρεψε ζημίες δισεκατομμυρίων σε ιστορικά κέρδη στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας — αποχωρεί από τη θέση του στις 15 Ιουλίου, μετά από πέντε χρόνια, για να ακολουθήσει «νέες προκλήσεις εκτός του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας», όπως ανακοίνωσε η εταιρεία.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της Le Figaro, ο de Meo θα αναλάβει καθήκοντα CEO στον όμιλο Kering, μετά από απόφαση του Γάλλου δισεκατομμυριούχου François-Henri Pinault, του οποίου η οικογενειακή εταιρεία Artemis ελέγχει τον όμιλο, να διαχωρίσει τους ρόλους προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου. Ούτε η Renault ούτε η Kering έκαναν άμεσο σχόλιο. Ο όμιλος Kering διαθέτει μάρκες όπως οι Gucci, Saint Laurent και Balenciaga. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Renault έχει ξεκινήσει τη διαδικασία ορισμού νέου CEO, στηριζόμενο σε ήδη καθορισμένο σχέδιο διαδοχής, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Ο Πρόεδρος του Ομίλου Renault, Jean-Dominique Senard, δήλωσε ότι υπό την ηγεσία του de Meo, «η εταιρεία μας επέστρεψε σε υγιή βάση, διαθέτει εντυπωσιακή γκάμα προϊόντων και έχει επανεκκινήσει την ανάπτυξή της».

Ο 58χρονος de Meo δήλωσε ότι αποχωρεί από «μια μετασχηματισμένη εταιρεία» και ότι σκοπεύει να «εφαρμόσει την εμπειρία του σε άλλους τομείς και να ξεκινήσει νέες περιπέτειες».

Πιο αναλυτικά,

Η ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου

“Μετά από πέντε χρόνια στην ηγεσία του Ομίλου Renault, ο Luca de Meo ανακοίνωσε την απόφασή του να αποχωρήσει και να αναζητήσει νέες προκλήσεις εκτός του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Το Διοικητικό Συμβούλιο, υπό τον πρόεδρό του Jean-Dominique Senard, ευχαρίστησε τον de Meo για την αναστροφή και τον μετασχηματισμό του Ομίλου και έκανε δεκτή την αποχώρησή του, η οποία θα τεθεί σε ισχύ στις 15 Ιουλίου 2025. Μέχρι τότε, ο de Meo θα συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του.

Το Συμβούλιο εξέφρασε εμπιστοσύνη στην ποιότητα και την εμπειρία της διοικητικής ομάδας για τη συνέχιση και την επιτάχυνση της στρατηγικής μετασχηματισμού του Ομίλου Renault σε αυτή τη νέα φάση.”

Η παρακαταθήκη του de Meo — Από την κρίση στην “Renaulution”

Ιταλός στην καταγωγή, ο de Meo προσλήφθηκε τον Ιανουάριο του 2020 σε μια ταραχώδη περίοδο για τη Renault, μετά τη σύλληψη του Carlos Ghosn στο Τόκιο το 2018 για οικονομικές παραβάσεις. Η αποχώρηση του Ghosn ανέδειξε εντάσεις εντός της συμμαχίας Renault-Nissan και ήρθε σε μια περίοδο που η ζήτηση μειωνόταν, πλήττοντας τις πωλήσεις και τα κέρδη.

Ο de Meo ανέλαβε τον Ιούλιο του 2020, διαδεχόμενος την προσωρινή CEO Clotilde Delbos. Είχε προηγουμένως θητεύσει ως CEO της SEAT, όπου οδήγησε τη μάρκα σε ρεκόρ πωλήσεων και λανσάρισε τη σπορ υπομάρκα Cupra.

Η καριέρα του περιλαμβάνει θέσεις σε Renault, Toyota, Fiat και VW. Ξεκίνησε στη Renault το 1992 στο τμήμα μάρκετινγκ προϊόντων και στη συνέχεια μετακινήθηκε στην Toyota Europe και αργότερα στη Fiat, όπου ηγήθηκε των Alfa Romeo, Abarth και Fiat. Στον Όμιλο VW ασχολήθηκε με το marketing και τις πωλήσεις της Audi.

Κατάγεται από το Μιλάνο και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Bocconi. Μιλά Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ισπανικά.

Η στρατηγική της “Renaulution”

Όταν ανέλαβε, η Renault είχε ζημίες 7,3 δισ. ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του 2020. Ο de Meo ξεκίνησε μια ταχεία αναδιάρθρωση του προϊόντικου χαρτοφυλακίου, ακυρώνοντας μοντέλα και επισπεύδοντας την εξέλιξη του ηλεκτρικού Renault 5.

Με το σχέδιο αναστροφής “Renaulution”, έθεσε στόχο τη μείωση του χρόνου και του κόστους ανάπτυξης κατά 40%, και ακόμη περισσότερο για το νέο Twingo EV, ώστε να ανταγωνιστεί τις ταχύτητες ανάπτυξης κινεζικών εταιρειών όπως η BYD.

Αντιστρέφοντας τη στρατηγική Ghosn που εστίαζε στον όγκο, προώθησε την «αξία έναντι της ποσότητας», στοχεύοντας σε πιο προσοδοφόρα τμήματα της αγοράς (compact), αντί για τα μικρότερα, όπου η Renault είχε παραδοσιακή παρουσία.

Επέκτεινε επίσης τη μάρκα Alpine σε πλήρη ηλεκτρική γκάμα, ενσωματώνοντας και τις αγωνιστικές δραστηριότητες της Renault, περιλαμβανομένης της Formula 1.

Το 2022 υπήρξε πισωγύρισμα με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που ματαίωσε τα σχέδια συγχώνευσης των Dacia και Lada. Ωστόσο, η Dacia διατήρησε υψηλά περιθώρια κέρδους για τον όμιλο.

Προκλήσεις και κορύφωση επιτυχιών

Ένα ανοιχτό ζήτημα παραμένει η εξασθένιση της συμμαχίας με τη Nissan, της οποίας το ποσοστό συμμετοχής μειώνεται σταδιακά. Ο de Meo επαναπροσδιόρισε επίσης τη διεθνή στρατηγική της Renault, αποφεύγοντας την ασταθή κινεζική αγορά και τοποθετώντας τα μοντέλα της λίγο πιο πάνω στην αγορά, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Η Ινδία συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση.

Αποχωρεί ενώ η Renault βρίσκεται στο αποκορύφωμα ενός νέου κύκλου μοντέλων: το Renault 5, το Renault 4 (ηλεκτρικό SUV), το Scenic EV, η ανανεωμένη Dacia Duster, τα Bigster και το Alpine A390 — ηλεκτρικό crossover που ανταγωνίζεται την Porsche Macan.

Οι χρηματοοικονομικές επιδόσεις υπήρξαν εξαιρετικές: από ζημίες 8,1 δισ. ευρώ το 2020, η Renault πέρασε ξανά στην κερδοφορία το 2021. Το 2024 κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ με λειτουργικά κέρδη 4,3 δισ. ευρώ και περιθώριο 7,6%, ξεπερνώντας τις προσδοκίες. Ήταν επίσης από τις ελάχιστες μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες που δεν εξέδωσαν προειδοποίηση κερδών, σε αντίθεση με ανταγωνιστές όπως οι VW και Stellantis, που επλήγησαν από την παγκόσμια πτώση της ζήτησης.

Προηγούμενο άρθροBusitalia: 111 Mercedes-Benz και Setra
Επόμενο άρθροMAN: Παραγωγή ηλεκτρικών φορτηγών