Το Συμβούλιο της Ευρώπης καθόρισε τη θέση του σχετικά με τη θέσπιση κανονισμού που θα ορίζει αυστηρότερα πρότυπα εκπομπών CO2 για τα νέα επιβατικά αυτοκίνητα και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα.
«Η συμφωνία αυτή είναι ένα ακόμη βήμα προς τη νέα νομοθετική ρύθμιση των εκπομπών CO2. Θέτει την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία σε πορεία παραγωγής καθαρότερων αυτοκινήτων, αύξησης των επενδύσεων στην καινοτομία και αναφοράς πιο αξιόπιστων δεδομένων για τις εκπομπές. Έως το 2030, τα νέα αυτοκίνητα θα εκπέμπουν κατά μέσον όρο 35% λιγότερο CO2 σε σύγκριση με τα όρια που προβλέπει το ισχύον πρότυπο εκπομπών. Πρόκειται για μια στέρεη βάση πάνω στην οποία μπορούμε να αρχίσουμε συνομιλίες με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», δήλωσε σχετικά η Ομοσπονδιακή Υπουργός Βιωσιμότητας και Τουρισμού της Αυστρίας, Elisabeth Köstinger, Ομοσπονδιακή Υπουργός Βιωσιμότητας και Τουρισμού της Αυστρίας
Στόχοι για τη μείωση των εκπομπών
Το Συμβούλιο συμφώνησε νέους στόχους για τις εκπομπές CO2 από τα αυτοκίνητα και τα ημιφορτηγά:
Για τα αυτοκίνητα: 15% για το 2025 και 35% για το 2030
Για τα ημιφορτηγά: 15% για το 2025 και 30% για το 2030
Οι μέσες εκπομπές CO2 από τα ταξινομημένα στην ΕΕ νέα επιβατικά αυτοκίνητα θα πρέπει να είναι 15% χαμηλότερες το 2025 και 35% χαμηλότερες το 2030 σε σύγκριση με τα όρια εκπομπών που θα ισχύουν το 2021. Για τα ημιφορτηγά, το Συμβούλιο διατηρεί τους στόχους που έχει προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: 15% το 2025 και 30% το 2030. Οι στόχοι αυτοί αφορούν τον συνολικό στόλο ολόκληρης της ΕΕ. Η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών CO2 θα κατανεμηθεί μεταξύ των κατασκευαστών με βάση τη μέση μάζα του στόλου οχημάτων τους.
Οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών
Το Συμβούλιο συμφώνησε να προσαρμόσει την πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά τη δημιουργία μηχανισμού παροχής κινήτρων για τα οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών (ΟΜΧΕ), όπως είναι τα πλήρως ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα επαναφορτιζόμενα υβριδικά οχήματα σε ό,τι αφορά τα επιβατικά αυτοκίνητα. Το επίπεδο αναφοράς για το 2030 όσον αφορά τα αυτοκίνητα αυξήθηκε στο 35%.
Το Συμβούλιο αποφάσισε να βελτιώσει τη στάθμιση των οχημάτων χαμηλών εκπομπών στον μηχανισμό παροχής κινήτρων για τα ΟΜΧΕ.
Το Συμβούλιο συμφώνησε επίσης ειδικό κίνητρο για την πώληση οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών από τους κατασκευαστές σε αγορές όπου η διείσδυση των οχημάτων αυτών είναι χαμηλή. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ευνοϊκότερη στάθμιση για τα επιβατικά αυτοκίνητα που ταξινομούνται για πρώτη φορά σε κράτη μέλη όπου το μερίδιο των οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών είναι χαμηλότερο από το 60% του μέσου όρου της ΕΕ.
Όσον αφορά τα ημιφορτηγά, το Συμβούλιο συμφώνησε να αφήσει αμετάβλητη την πρόταση της Επιτροπής.
Πιο αξιόπιστα δεδομένα για τις εκπομπές
Με τους νέους κανόνες, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων θα υποχρεούνται να αναφέρουν πιο αξιόπιστα και αντιπροσωπευτικά δεδομένα όσον αφορά τις εκπομπές αυτοκινήτων και ημιφορτηγών. Το Συμβούλιο αποφάσισε να ενισχύσει τις διατάξεις υποχρεώνοντας τους κατασκευαστές να αναφέρουν τις μετρηθείσες αντί για τις δηλωθείσες τιμές. Ο υπολογισμός των στόχων θα στηρίζεται επομένως στις τιμές που μετρούνται με βάση την παγκόσμια εναρμονισμένη διαδικασία δοκιμών ελαφρών οχημάτων (WLTP).
Η WLTP είναι μια βελτιωμένη διαδικασία δοκιμών που παρέχει τιμές εκπομπών CO2 και κατανάλωσης καυσίμων πιο αντιπροσωπευτικές των πραγματικών συνθήκων από τις τιμές που λαμβάνονται μέσω της διαδικασίας δοκιμών που εφαρμοζόταν στο παρελθόν, γνωστής ως «νέος ευρωπαϊκός κύκλος οδήγησης» (NEDC). Η WLTP είναι υποχρεωτική για όλα τα νέα μοντέλα αυτοκινήτων από τον Σεπτέμβριο του 2017 και για όλα τα νέα αυτοκίνητα από τον Σεπτέμβριο του 2018.
Ιστορικό και επόμενα βήματα
Η Επιτροπή παρουσίασε την πρότασή της για τον κανονισμό τον Νοέμβριο του 2017 στο πλαίσιο της δέσμης για την καθαρή κινητικότητα.
Η πρόταση αποτέλεσε αντικείμενο λεπτομερούς διαπραγμάτευσης στους κόλπους της Ομάδας «Περιβάλλον» του Συμβουλίου, προτού υποβληθεί στους υπουργούς κατά το Συμβούλιο Περιβάλλοντος στις 9 Οκτωβρίου.
Η συμφωνία επιτρέπει στο Συμβούλιο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο καθόρισε τη θέση του στις 3 Οκτωβρίου 2018. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των συννομοθετών θα αρχίσουν αμέσως.
Ο γενικότερος στόχος της πρότασης είναι να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της συμφωνίας των Παρισίων καθώς και του στόχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μειωθούν πανευρωπαϊκά κατά 30% έως το 2030 σε σύγκριση με το 2005 οι εκπομπές από τους τομείς εκτός του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, ποσοστό που μεταφράζεται σε εθνικούς στόχους με τον κανονισμό για τον επιμερισμό των προσπαθειών.
Τα προτεινόμενα μέτρα και οι στόχοι βασίζονται στο πλαίσιο για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030 καθώς και στη στρατηγική για την ενεργειακή ένωση, που επιδιώκει μείωση των εκπομπών από τις μεταφορές και περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας. Η μειωμένη ανάγκη για ορυκτά καύσιμα θα βελτιώσει επίσης την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στην ΕΕ και θα μειώσει την εξάρτησή μας από τις εισαγωγές ενέργειας από τρίτες χώρες.