
Κοιτώντας τα στοιχεία των ταξινομήσεων καινούργιων αυτοκινήτων που δίνει στη δημοσιότητα ο ΣΕΕΑ, δεν δυσκολεύεται κανείς να εντοπίσει την εντυπωσιακή άνοδο που είχαν μέσα στο 2025 δυο μάρκες: η Renault και Dacia. Ο Στήβεν Σίρτης, CEO της νέας επίσημης αντιπροσωπείας τους, Grand Automotive Hellas, μας εξηγεί.
«Αναλαμβάνοντας την εταιρία έπρεπε να εντοπίσουμε τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία που έχουν οι δύο μάρκες. Η Renault είχε ένα δυνατό όνομα, ήταν αναγνωρίσιμη, είχε ένα αξιόλογο δίκτυο επίσημων εμπόρων το οποίο τώρα το πλαισιώνει μια ισχυρή εισαγωγική που έχει διάθεση να αναπτύξει τη μάρκα στην Ελλάδα. Όμως ο κόσμος δεν γνώριζε τα προϊόντα και την τεχνολογία της Renault. Υπήρχε έλλειμμα στην επικοινωνία μας. Επιπλέον τα μοντέλα μας δεν ήταν τοποθετημένα τιμολογιακά σωστά.»

Και αναλύοντας τη στρατηγική της εταιρίας ο κ. Σίρτης συνεχίζει: «Στόχος μας ήταν να τοποθετήσουμε τα μοντέλα μας σωστά στην αγορά, και επικοινωνιακά και τιμολογιακά. Έτσι τον περασμένο Μάρτιο άλλαξε ο τιμοκατάλογός μας. Κάθε μοντέλο έπρεπε να μπει στην καρδιά της αντίστοιχης κατηγορίας. Όμως δεν είναι τα πάντα η τιμή. Έπρεπε να πλαισιώσουμε αυτή την αλλαγή με μια έντονη εξωστρέφεια και να αποκαταστήσουμε την επικοινωνία με το κοινό, τους συνεργάτες μας και φυσικά, τους δημοσιογράφους, προκειμένου όλοι τους να μας γνωρίσουν ξανά, επί της ουσίας. Αξιοποιήσαμε για το σκοπό αυτό και τα νέα μας μοντέλα, το ανανεωμένο Austral και το εντελώς νέο Rafale, ενώ τον Ιανουάριο θα λανσάρουμε και το καινούργιο Clio.»
Αναφερόμενος δε στην πρόοδο που σημείωσαν οι δύο εταιρίες, Renault & Dacia, ο κ. Σύρτης θα μας πει: «Τέτοια εποχή πέρυσι και οι δύο μάρκες μαζί ήταν στο 4% περίπου. Τους τελευταίους μήνες πλησιάζουμε το 10%. Είναι μια τεράστια διαφορά. Εγώ είμαι στην εταιρία 7 μήνες μόνο και δεν περίμενα να έχουμε τόσο γρήγορα τέτοια ανάπτυξη. Αλλά όταν βλέπεις την εταιρία να ανεβαίνει νιώθεις διαφορετικά, αλλάζει και η ψυχολογία: και η δική σου, και των ανθρώπων της εταιρίας, και των συνεργατών μας, του δικτύου μας. Αλλάζει επίσης και η ψυχολογία του κοινού. Γιατί νομίζω ότι υπάρχει μια συμπάθεια των Ελλήνων προς τις γαλλικές μάρκες.»
			
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                
                












