Οι νέες ταξινομήσεις αυτοκινήτων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μειώνεται λόγω της αβεβαιότητας που προκύπτει από τις απαγορεύσεις του ντίζελ αλλά σε πολλές περιπτώσεις και της βενζίνης στα κέντρα των πόλεων και την παράλληλη οικονομική ύφεση στην οποία εισέρχονται πολλές αγορές στην Ευρώπη. Έτσι μειώθηκαν κατά 3,2% σε 4,13 εκατομμύρια μονάδες. Ωστόσο, οι ταξινομήσεις παραμένουν σε υψηλό επίπεδο, με το 1ο τρίμηνο του 2019 να καταγράφει τον τρίτο υψηλότερο όγκο των τελευταίων 10 ετών, βάσει της ανάλυσης της Jato.
Οι συνολικές ταξινομήσεις θα είχαν σημειώσει μεγαλύτερη πτώση χωρίς την αύξηση της ζήτησης που κατέγραψαν τα SUVs. Κατά το 1ο τρίμηνο, ο τομέας αυτός αύξησε το μερίδιο αγοράς του φτάνοντας στο 37% των συνολικών ταξινομήσεων. Το μερίδιο αυτό αυξημένο κατά 3,5% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2008. Αυτό οφείλεται στο μεγαλύτερο ενδιαφέρον των καταναλωτών που ανταποκρίθηκαν στο ευρύτερο φάσμα προϊόντων που προσφέρονται στην αγορά.
Συνολικά 1,53 εκατομμύρια SUVs ταξινομήθηκαν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 1ου τριμήνου, καταγράφοντας αύξηση του όγκου κατά 6,8%. Ήταν το ένα από τα δύο μόνο τμήματα που παρουσίασαν αύξηση του όγκου πωλήσεων. Παρά τα καλά αποτελέσματα, η ανάπτυξη του τομέα ήταν χαμηλότερη από εκείνη των τελευταίων χρόνων. Το ποσοστό μειώθηκε από 25% το 1ο τρίμηνο του 2016, 22% το 1ο τρίμηνο του 2017 και 20% το 1ο τρίμηνο του 2018 αντίστοιχα. Και μάλιστα η επιβράδυνση αυτή σημειώνεται την ίδια στιγμή που οι κατασκευαστές εισάγουν περισσότερα μοντέλα στην αγορά. Από 75 διαφορετικά μοντέλα που προσφέρονταν το 1ο τρίμηνο του 2016 φτάσαμε στα 115 μοντέλα το 1ο τρίμηνο του 2019.
Τα μικρά SUVs οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του τριμήνου. Ήταν ο τομέας με το υψηλότερο μερίδιο αγοράς, χάρη στα εξαιρετικά αποτελέσματα του Volkswagen T-Roc, το οποίο έγινε το κορυφαίο SUV της Ευρώπης. Με αυτό το μοντέλο, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία αποδεικνύει ότι μπορεί να επιτυγχάνει, ακόμη και όταν εναγκαλίζεται αργά μία τάση, επισημαίνει ο Felipe Munoz, αναλυτής της Jato. Στην πραγματικότητα, ο όμιλος Volkswagen κέρδισε το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στον τομέα αυτό, ακολουθούμενος από τον όμιλο PSA και την FCA.
Νικητής το 1ο τρίμηνο του 2019 αναδείχτηκε και το τμήμα των συμπαγών SUVs, με τις ταξινομήσεις να αυξάνονται κατά 6,3% σε 650.400 μονάδες. Η ανάπτυξη προήλθε από τον όμιλο VW, τον όμιλο PSA και την Toyota, ενώ οι συνηθισμένοι ηγέτες όπως οι Nissan Qashqai, Volkswagen Tiguan και Ford Kuga έχασαν έδαφος. Αντίθετα, τα παραδοσιακά compact αυτοκίνητα προσέλκυσαν λιγότερους καταναλωτές στην Ευρώπη. Η ζήτηση για mainstream και premium compact αυτοκίνητα μειώθηκε κατά 11% και 5% αντίστοιχα, ενώ το σύνολο των MPVs μειώθηκε κατά 27% σε μόλις 193.300 μονάδες – το χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο για το 1ο τρίμηνο τα τελευταία 20 χρόνια.
Η Citroen, συνεχίζει να ενισχύεται από το C3, του οποίου οι ταξινομήσεις σχεδόν ισοδυναμούσαν με εκείνες των Peugeot 208, Ford Fiesta και Opel Corsa. Η επιτυχία της Citroen υποστηρίχθηκε και από την τελευταία προσφορά SUV, καθώς το C3 Aircross ήταν το δεύτερο best-selling Citroen μοντέλο και το πέμπτο best-selling μικρό SUV. Το C5 Aircross κατέλαβε επίσης τη δεύτερη θέση στο κύριο τμήμα των συμπαγών SUV στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Μαρτίου.
Πολύ καλά πήγε και η Volvo. Η μεγάλη πτώση που παρουσιάστηκε από τα S90 / V90 και το V40 αντισταθμίστηκε από τα θετικά αποτελέσματα που σημείωσαν τα XC40 και V60 – τα δύο τελευταία λανσαρίσματα. Το XC40 ξεπέρασε τα Mercedes GLA και Audi Q3, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στα compact premium SUV, πίσω από τη BMW X1.
Η Volkswagen είχε επίσης ένα καλό τρίμηνο. Παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις της μειώθηκαν κατά σχεδόν 2% σε 455.200 μονάδες, το μερίδιο αγοράς της αυξήθηκε από 10,8% το 1ο τρίμηνο του 2018 σε 11,0% το 1ο τρίμηνο του 2019. Η πτώση της Volkswagen ήταν χαμηλότερη από εκείνη των Renault, Ford και Opel / Vauxhall. Είναι ενδιαφέρον ότι η Volkswagen και η Seat ήταν οι μόνες μάρκες στο 1ο τρίμηνο που αύξησαν τις πωλήσεις τους σε ντίζελ και μείωσαν ταυτόχρονα εκείνες της βενζίνης. Αυτό θα μπορούσε να συνδέεται με τη διαδικασία έγκρισης τύπου WLTP, κατά την οποία πολλά αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να πωληθούν.